- χαρμπί
- το(λ. τουρκ.), είδος μαχαιριδίου που το 'χαν κρεμασμένο από το σελάχι οι φουστανελοφόροι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρμπί — το, Ν (λαογρ.) αμβλύστομο διακοσμητικό μαχαιρίδιο που κρεμούσαν στον ζωστήρα τους, παλαιότερα, οι φουστανελοφόροι και το οποίο χρησιμοποιούσαν για ακόνισμα ή για τρύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] … Dictionary of Greek